- ἀσμένῳ
- ἄσμενοςwell-pleasedmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀσμένωι — ἀσμένῳ , ἄσμενος well pleased masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπιασμένῳ — καταπεπῑασμένῳ , κατά , ἀπό , ἐπί ἰάζω perf part mp masc/neut dat sg κατά πιάζω perf part mp masc/neut dat sg καταπεπῑασμένῳ , κατά πιαίνω fatten perf part mp masc/neut dat sg κατά πιέζω Ep.. perf part mp masc/neut dat sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek